H Δική Μου Berlinale Αρκετές Μέρες Μετά

Kοινοποίηση

Τον Ιανουάριο του 2007 ο Νίκος πέταξε την ιδέα να πάμε στο Βερολίνο για το κινηματογραφικό φεστιβάλ της πόλης. Λίγη ώρα μετά τα λάπτοπ πήραν φωτιά -τα εισιτήρια εκδόθηκαν την ίδια κιόλας μέρα. Θυμάμαι ότι από το αεροδρόμιο, και αφού η Alitalia έχασε για ακόμα μία φορά τις αποσκευές μας, τρέξαμε κατευθείαν στα κεντρικά εκδοτήρια των εισιτηρίων, στο εμπορικό κέντρο Arkaden, στην Potsdamer Platz, την καρδιά του φεστιβάλ. Περιμένοντας στην ουρά κάναμε πλακίτσα με δυο ελληνίδες που μας προσέγγισαν ακούγοντας γνώριμη γλώσσα –ώσπου εμφανίστηκε απ’ το πουθενά ένα χέρι κρατώντας το μαγικό εισιτήριο. Διαπιστευμένος δημοσιογράφος δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την ταινία έναρξης του φεστιβάλ, το «La vie en rose», για τη ζωή της Edith Piaf, με τη Marion Cotillard. Ήθελα να του το βουτήξω από τα χέρια -η τύχη του πρωτάρη όμως δεν σταμάτησε εκεί.



Το πρώτο βράδυ της παρθενικής μου Berlinale, κατέληξα σ’ ένα πάρτι του φεστιβάλ. Ο Ηλίας βγαίνοντας από μια κινηματογραφική αίθουσα έπεσε σχεδόν πάνω σ’ έναν βραζιλιάνο σκηνοθέτη που συμμετείχε στο φεστιβάλ. Μετά από δυο λεπτά και δυο έξυπνα αστεία του φίλου μου, ο σκηνοθέτης του έδωσε προσκλήσεις. Πήγαμε στο πάρτι, τα ‘πιαμε, γλεντήσαμε με την ψυχή μας και πιστέψαμε ότι έτσι θα είναι για πάντα. Και λίγο πολύ, έτσι ήταν -και παραμένει. Την επόμενη μέρα δώσαμε μια υπόσχεση στους εαυτούς μας: Ότι θα πηγαίνουμε κάθε χρόνο. Και έτσι έγινε. Πολλές φορές. Δεν μας εμπόδισε ούτε το γεγονός ότι η παρέα που δημιουργήθηκε κάτω από εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες στο εξωτερικό, με τον καιρό σκόρπισε σε Αγγλίες, Γαλλίες, Ιταλίες και Αμερικές -κάθε Φλεβάρη έχουμε το Βερολίνο μας.

Videos by VICE

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, τραβήξαμε αρκετό κόσμο μαζί μας στο φεστιβάλ –πηγαίναμε βέβαια σ’ αυτή την πανέμορφη, γεμάτη ζωντάνια πόλη μόνο τον Φεβρουάριο. Για εμάς ήταν κάτι ανάμεσα στο Παρίσι του Inception που διπλώνει και ξεδιπλώνει και το σκηνικό στο οποίο ζει χωρίς να το ξέρει ο Truman Burbank [ο εξαιρετικός Jim Carrey στο Truman Show]. Ο επί δεκατέσσερα χρόνια αξιοσέβαστος, αξιαγάπητος και ό,τι άλλο με πρώτο συνθετικό το άξιο- διευθυντής της Berlinale, Dieter Kosslick, ελάχιστες φορές μας άφησε παραπονεμένους.

Όλοι οι έξω απ’ τον σκληρό πυρήνα της Berlinale μας δούλευαν ψιλό γαζί, αποκαλώντας μας «αρκουδιάρηδες» -εμείς νιώθαμε όμως οι κυνηγοί της χαμένης Χρυσής Άρκτου. Πόσες ώρες περιμένοντας στις ουρές των εκδοτηρίων στο Arkaden, πόσα αγχωτικά πρωινά με το δάχτυλο στο πλήκτρο-σκανδάλη για ηλεκτρονική αγορά εισιτηρίων ακριβώς στις 10.00, και όταν ο Γερμανός λέει στις 10.00, το εννοεί. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το 10% των εισιτηρίων που διατίθενται ηλεκτρονικά είναι ήδη sold out. Πόσα άγουρα πρωινά ξυπνήματα για να προλάβουμε προβολές για τις οποίες αφελώς είχαμε αγοράσει εισιτήρια είτε για τις 09.30 είτε για τις 12.00. Το 2009 μπήκα στην πρωινή προβολή του Sólo quiero caminar με 500ml καφέ σε θερμός.





Τον ήπια στο πρώτο μισάωρο της ταινίας -άξιζε τον κόπο ακόμη κι αν έτρεμα όλη μέρα μετά. Έχω μείνει έξω από την αίθουσα χάνοντας ένα ντοκιμαντέρ για το ποδόσφαιρο [μικρό το κακό] γιατί άργησα δέκα λεπτά, οι Γερμανοί δεν αστειεύονται με την ώρα εισόδου στην αίθουσα [αν και αρκετές φορές έχει καθυστερήσει έναρξη προβολής].  Άγχος και τρέξιμο, στο U Bahn, στο S Bahn, σε λεωφορεία με γράμματα και νούμερα στις πινακίδες τους, κατευθυνόμενα σε άγνωστους, δυσπρόφερτους προορισμούς. Όλα αυτά, όμως, δεν σταμάτησαν ποτέ κανέναν πραγματικά αποφασισμένο σινεφίλ.

Στη φετινή διοργάνωση και χάρη στη συμμετοχή ταινιών όπως το The Grand Budapest Hotel του Wes Anderson, το The Monuments Men του George Clooney, το Boyhood του Richard Linklater, το Nymphomaniac του Lars Von Trier και το Aloft της αγαπημένης του φεστιβάλ, Claudia Llosa [βραβευμένης με τη Χρυσή Άρκτο το 2009 για το La Teta asustada]  συνέβη το καθόλου συνηθισμένο να βρίσκονται στη Berlinale μαζεμένοι τόσοι πολλοί μεγάλοι σταρ του Hollywood ενδεικτικά, πέραν των σκηνοθετών: Bill Murray, Ralph Fiennes, Edward Norton, Willem Dafoe, Matt Damon, Jennifer Connelly, Christian Bale, Bradley Cooper, Léa Seydoux, John Goodman, Tilda Swinton, Jeff Goldblum, Patricia Arquette, Jean Dujardin, Shia LaBoeuef, κ.ά. Όπως ακούστηκε στο κόκκινο χαλί: Cannes, eat our dust.

Τη χρονιά που η Llosa κέρδισε το μεγάλο βραβείο, θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει σ’ ένα κορίτσι ότι γράφω το σενάριο της νέας ταινίας των αδερφών Coen. Κάποιος άλλος από την παρέα ήταν διευθυντής φωτογραφίας και αν δεν με απατά η μνήμη μου, είχαμε και κάποιον που έκανε τον ηθοποιό. Το κορίτσι το πίστεψε, γιατί ήθελε να το πιστέψει. Δύο χρόνια μετά, η νέα ταινία των Coen, το True Grit, άνοιγε το Bερολίνο. Τα ονόματά μας δεν ήταν πουθενά ανάμεσα σ’ αυτά των συντελεστών. 

Το σωτήριον έτος 2014, στην 64η Berlinale, καταφέραμε επιτέλους να δούμε την ταινία που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο. Για να γίνει όμως αυτό, έπρεπε να συνομωτήσει το σύμπαν. Εξαιτίας ενός μπερδέματος με την ηλεκτρονική αγορά εισιτηρίων και την επιλογή print@home [το τίκαρα το μποξάκι, τ’ ορκίζομαι] παραλίγο να την χάσω. Μετά από διάφορα μπερδέματα μέσω τηλεφώνου και e-mail εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός η Ελληνογερμανίδα Martina, που εργάζεται στα κεντρικά γραφεία του φεστιβάλ. Υπέδειξε πρωτοφανή ευελιξία και τελικά ο Νίκος και η Anna παρέλαβαν τα εισιτήριά μου από το VIP counter. Η Martina αξίζει μια Χρυσή Αρκούδα μόνο για αυτό. 

Το μεγάλο βραβείο της επιτροπής κέρδισε το κινεζικό Bai ri yan huo [διεθνής τίτλος: Black coal, thin ice] του Yinan Diao, μια επιλογή που ξάφνιασε τους πάντες και μας έκανε ν’ αναρωτηθούμε πάρα πολλά για όλες τις αρκούδες που χάσαμε αυτά τα χρόνια. Προσωπικά θα θυμάμαι μια καλογυρισμένη ταινία με στυλιζαρισμένα πλάνα, εξαιρετική φωτογραφία και γεμάτο σενάριο αλλά κυρίως τις μεγάλες σιωπές όσο η ένταση κορυφωνόταν. Αξέχαστα θα μου μείνουν ακόμη το κάρβουνο κι ο πάγος –εντάξει όχι όσο αξέχαστο θα μου μείνει το sushi που φάγαμε μετά στο Sakana, στη Savignyplatz.

Οι άλλες ταινίες που θα θυμάμαι από την 64η Berlinale είναι:

– Το Grand Budapest Hotel του Wes Anderson [Αργυρή Άρκτος, Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής], με πρωταγωνιστές τον Ralph Fiennes και τον Tony Revoleri και μια στρατιά πασίγνωστων ηθοποιών, κυρίως συνεργατών του Anderson, σε cameo εμφανίσεις.

– Το Boyhood του Richard Liknklater [Αργυρή Άρκτος Σκηνοθεσίας], μια συνάμα φανταστική και δεσμευτική, στα όρια της εμμονής, ιδέα του σκηνοθέτη- σεναριογράφου ν’ ακολουθήσει το δρόμο προς την ενηλικίωση ενός αγοριού. Το εντυπωσιακό είναι ότι πρόκειται για το ίδιο αγόρι και τους ίδιους πρωταγωνιστές, ανάμεσά τους και η κόρη του, σε γυρίσματα που μπορεί να έγιναν σε μια ντουζίνα χρόνια αλλά κράτησαν μόνο τριανταεννιά μέρες!

– Το The Monuments Men του George Clooney, όχι τόσο ως ταινία αλλά ως class για το φεστιβάλ και τις διασημότητες. Καθώς και το όλο θέμα με τα μάρμαρα του Παρθενώνα που έκανε ξανά την εμφάνισή του, την αχαρακτήριστη επιστολή του υπουργού πολιτισμού Πάνου Παναγιωτόπουλου και τη διένεξη που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον Clooney και τον δήμαρχο του Λονδίνου Boris Johnson…

– Το Aloft της Claudia Llosa, κυρίως για τη φανταστική ερμηνεία της Jennifer Connelly που πολλοί είχαν φαβορί για το βραβείο γυναικείας ερμηνείας,

– Το Kreuzweg των Anna & Dietrich Brügermann [Αργυρή Άρκτος Καλύτερου Σεναρίου] ένα απίστευτο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Δεκατέσσερα μονοπλάνα που μας ταξιδεύουν σε κάτι που μοιάζει με Breaking the waves και Songs from the second floor αλλά με μικρές, ακριβώς εκεί που χρειάζονται, δόσεις δυνατού χιούμορ,

– Το Nymphomaniac του Lars Von Trier, κυρίως για τις προσδοκίες που είχε γεννήσει και όλες τις προκλήσεις που περιστρέφονται γύρω απ’ την ταινία και τον σκηνοθέτη,

–  Το ’71 του Yann Demange, που έφυγε, αναπάντεχα, με άδεια χέρια απ’ το Βερολίνο. Ένα δυνατό αντιπολεμικό φιλμ με πολλή δράση και υπαρξιακά ερωτήματα από έναν πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη που συζητήθηκε όσο λίγες ταινίες στο φεστιβάλ.

Τελευταία φορά που υπήρχε ελληνική ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ ήταν πριν μια δεκαετία, «Το λιβάδι που δακρύζει» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, τη χρονιά που την Χρυσή Άρκτο κέρδισε η βραβευμένη ταινία που έχει εντυπωθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στη συλλογική κινηματογραφική μνήμη τα τελευταία χρόνια- και μια προσωπικά αγαπημένη- το Gegen die wand του Τουρκογερμανού Fatih Akin. ‘Επρεπε, λοιπόν, να φτάσουμε στο 2014 για να δούμε μια ελληνική παραγωγή να «κάθεται στο τραπέζι των μεγάλων» του φεστιβάλ.

Για μένα νικητής στην κατηγορία καλύτερου ανδρικού ρόλου είναι ο Βαγγέλης Μουρίκης στο Μικρό Ψάρι [και όχι ο Liao Fan στο Black coal, thin ice]. Πιστεύω ότι θα το κατάλαβε κι ο ίδιος όταν μου ανταπέδωσε χαμογελαστός και λιγάκι ξαφνιασμένος τον κάτι περισσότερο από θερμό, μακρινό χαιρετισμό μου. Περνούσε μαζί με τον Γιάννη Οικονομίδη έξω απ’ το Café Cinema στην Hackescher Markt, εμείς ήμασταν μέσα και είχαμε καταναλώσει σεβαστή ποσότητα Berliner Pilsner, πάνω από ένα μεγάλο, μακρόστενο τραπέζι, όπου φωνάζαμε διαφωνώντας για ταινίες. Στην προβολή της ταινίας διαφώνησα με μερικούς φίλους: Κατά τη διάρκειά της, ο Γιώργος γύρισε, με κοίταξε και με μάτια που πρόδιδαν κάτι ανάμεσα σε έκπληξη και αγνή απορία, είπε: «Πες μου ρε μαλάκα ότι κάνει πλάκα. Πλάκα δεν κάνει;» και εννοούσε τον Οικονομίδη. Δεν του απάντησα του Γιώργου, ήμουν ακόμη θυμωμένος μαζί του.



Ο Γιώργος την προηγούμενη βραδιά, χάρη στην τρομερή του δικτύωση στο Βερολίνο, κατέληξε να πίνει μπύρες στο σπίτι του Birol Ünel, πρωταγωνιστή μεταξύ άλλων στο Gegen die wand και στο Soul kitchen. Δεν θα του συγχωρήσω ποτέ ότι δεν πήρε ένα τηλέφωνο. Για να επανέρθω στο Μικρό ψάρι, προσωπικά συμφωνώ αρκετά με τον σκηνοθέτη, στη συνέντευξη τύπου είπε: «Είμαι χαρούμενος γιατί έφτιαξα ένα όμορφο πράγμα, έφτιαξα μια ωραία ταινία». Ο Οικονομίδης ξεπέρασε πια τον προκλητικό, αυθάδη μάστορα που σε καρφώνει στον καναπέ για δυο ώρες, να παρακολουθείς τι συμβαίνει μέσα σε τέσσερις τοίχους, όπως έκανε στο Σπιρτόκουτο.

Εξελίχθηκε σε σχέση και με τις άλλες του ταινίες, ούτε μισό πλάνο του δεν πηγαίνει χαμένο. Η ιστορία του είναι πιο συμπαγής και δεμένη, ενώ παίρνει απ’ τον Μουρίκη [πολύ καλό του φίλο, πέρα από συνεργάτη] μια μεγάλη ερμηνεία, απ’ αυτές στις οποίες μας έχει συνηθίσει εξάλλου ο Έλληνας ηθοποιός. Ο Στράτος δεν είναι ένας vigilante που απλά κάνει αυτό που θεωρεί σωστό εκτός νόμου˙ είναι ένας πληρωμένος δολοφόνος. Όσο μπορεί όμως, ακολουθεί το δικό του αξιακό σύστημα, βοηθώντας αυτούς που τον βοήθησαν και προστατεύοντας τους πιο απροστάτευτους. Κάπως έτσι, στο τέλος της ταινίας αχνοφαίνεται μια αχτίδα αισιοδοξίας για το αύριο. Κι αυτό είναι κάτι καινούριο στις ταινίες του Οικονομίδη. Ένα παράπονο παναθρώπινο: θα θέλαμε περισσότερη Πόπη [Τσαπανίδου], μια σκηνή δεν φτάνει! Όσο για το πολύ χλιαρό χειροκρότημα στο τέλος της τελευταίας προβολής της ταινίας, την τελευταία βραδιά του φεστιβάλ, δεν με πείραξε ιδιαίτερα. Μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, λίγη ώρα πριν τελειώσει η ταινία, ήπια νερό απ’ το μπουκάλι της Χαράς κι είχα ακόμη τη γεύση του φιλιού της στο στόμα μου.