Photo via Flickr user Daniele Zanni
Σκέφτομαι όλα όσα μεσολάβησαν από τις τελευταίες ευρωεκλογές του 2009 έως σήμερα.
Videos by VICE
Σκέφτομαι ότι το 2008 βγαίναμε από το Πανεπιστήμιο. Ότι το μέλλον απλωνόταν μπροστά μας. Τότε, αφελείς ακόμη, αισθανόμασταν ότι είχαμε τον έλεγχο, ότι η απάντηση στην ερώτηση «Τι πρόκειται να γίνεις; Πού πρόκειται να ζήσεις;», δεν εξαρτιόταν από κανέναν άλλον, παρά μόνο από εμάς τους ίδιους. Όλες οι κοινωνικο-πολιτικές συζητήσεις μας περιορίζονταν στην ασφάλεια των αμφιθεάτρων ή των μεταμοντέρνων ποτάδικων και συνήθως γινόντουσαν σε χαλαρό απολιτίκ κλίμα, χωρίς την αίσθηση του «κατεπείγοντος» να απειλεί την καθημερινότητά μας. Κρατώντας κάποιο βιβλίο με την φάτσα του Φουκώ, «τσακωνόμασταν» για το σύγχρονο στάτους του μετα-στρακτουραλισμού και προσβλέπαμε στην γέννηση μιας παγκόσμιας κοινότητας με ανοιχτά σύνορα και την ελεύθερη διακίνηση των ανθρώπων μέσα σ’ αυτήν. «Δεν είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για αλήθεια πια παρά μόνο για παιχνίδια αλήθειας- δεν υπάρχει ηθική, δεν υπάρχει σωστό και λάθος μόνο οι συνέπειες», επιχειρηματολογούσαμε στις εργασίες μανιωδώς, πιστεύοντας ότι είχαμε αποτυπώσει ακριβώς μέσα σε 1500 λέξεις το zeitgeist της εποχής. Για τους περισσότερους από μας, η πολιτική, συνυφασμένη με την ξεφτίλα, τα ρουσφέτια και τη γελοία δίχως νόημα παντομίμα των κουστουμαρισμένων πολιτικών στα παραθυράκια της τηλεόρασης, αισθανόμασταν ότι δεν μας αφορούσε, ότι ήταν κάτι εντελώς ξένο. Και ήταν.
Βέβαια, η θέληση για κάτι καινούργιο, η επιθυμία για το ιδανικό που έρχεται να αντικαταστήσει τον παλαιοκομματισμό που αντιλαμβανόμασταν ως την κύρια αιτία της πολιτικής κατάντιας στην κοινωνία μας, υπήρχε και πάντα θα υπάρχει στο μυαλό οποιουδήποτε μπαίνει στη διαδικασία να ασκήσει μια στοιχειώδη κριτική στους κοινωνικούς θεσμούς. Με αυτή την έννοια, ελλόχευε και στο δικό μας μυαλό, αλλά δεν του δίναμε σημασία. Δεν μπαίναμε στην διαδικασία να σκεφτούμε περισσότερο, συμβιβαζόμασταν με την πραγματικότητα όπως μας την σερβίριζαν και όπως την κληρονομήσαμε και τα υπόλοιπα τα αναθέταμε αλλού. Έτσι οποιαδήποτε αντίθετη θέση εκφραζόταν μέσα από μικροεπεισόδια και με το θεατρινισμό των πορειών της 17ης Νοέμβρη.
Με κέντρο το άτομο, το προσωπικό συμφέρον και την επίπλαστη ευμάρειά του, αντί να γίνουμε άνθρωποι της δράσης, με κοινωνική δημοκρατική αντίληψη, περιοριστήκαμε στο να αμπελοφιλοσοφούμε και στο να αναγάγουμε σε τέχνη την εγγενή ροπή «το μπαϊράκι του ο καθένας και ας καίγεται ο διπλανός». Η συλλογική αδιαφορία όμως, δεν οδήγησε στην κατάρρευση, αλλά συντέλεσε στη διατήρηση του βαθιά διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, το οποίο εξακολουθούσε να λειτουργεί ερήμην μας.
Η οικονομική κρίση όμως άλλαξε ριζικά αυτό το σκηνικό και μας έκανε να «ενηλικιωθούμε», απότομα.
Η ανεργία αυξήθηκε, η κοινωνική βία γιγαντώθηκε, οι φίλοι μετακόμισαν στο εξωτερικό για δουλειά και όσοι ξεμείναμε εδώ συνηθίσαμε να βλέπουμε καταστήματα με κατεβασμένα ρολά και δεκάδες «Ενοικιάζεται» να σκεπάζουν τις εισόδους των πολυκατοικιών. Κάποιοι αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε πίσω στο παιδικό μας δωμάτιο. Τα σενάρια που ήθελαν την Ελλάδα να βγαίνει από το ευρώ και να επιστρέφει στη δραχμή έπαιζαν και ξανάπαιζαν και ακούγονταν παντού στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα, εντείνοντας την αγωνία ενώ η ευθύνη για τις επώδυνες πολιτικές λιτότητας αποδίδονταν στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο. Όσοι έμειναν εδώ έμαθαν να αρκούνται στο να λένε ευχαριστώ, χωρίς να αντιδρούν και χωρίς να κριτικάρουν. Έτσι όπως έχουν εξελιχτεί τα πράγματα πια, οφείλεις να είσαι ευγνώμονας που έχεις και αυτό που έχεις και να ζεις μέσα στις δυνατοτητές σου. Το «Μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου αποτυπώνει απόλυτα το πνεύμα της εποχής δημιουργώντας «ένα κύμα ευρείας συν-ενοχής ώστε η θεραπεία -[να] δείχνει αδύνατη εκτός του συνολικού θανάτου και της συνολικής κατάρρευσης».
Σε αυτό το κλίμα της συλλογικής απόγνωσης και της ντροπής, όλα πλέον έγιναν αποδεκτά. Η κρίση αποτέλεσε ευκαιρία για να βγουν στην επιφάνεια τα έκφυλα εθνικιστικά ένστικτα που προφανώς υπέβοσκαν στην ελληνική κοινωνία. Έτσι ήρθαμε αντιμέτωποι με εκφάνσεις της που αγνοούσαμε ή που θεωρούσαμε ότι αποτελούν αδιάφορη μειόνοτητα. Ο φασιστικός λόγος της ακροδεξιάς νομιμοποιήθηκε και επιβεβαίωσε την ιδέα ότι ένα σημαντικό ποσοστό μας είναι φασίστες, ρατσιστές, ξενόφοβοι και νεοναζιστές. Και από την προηγούμενη Κυριακή, αναγκαζόμαστε να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι ένα 16% των Αθηναίων ανήκουν πλέον επισήμως στην σκληρή ακροδεξιά και ότι πρέπει να συνυπάρξουμε μαζί τους.
Η άνοδος της ακροδεξιάς, η αντιευρωπαΪκή στάση, η εναντίωση στο ευρώ, η αντιμεταναστευτική ιδεολογία και οι πολιτικές που αντιτίθενται στην πολυπολυτισμικότητα, δεν αποτελούν όμως αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο αλλά παρατηρούνται και σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της Κοινοτικής Ευρώπης. Η Ευρωπαική ένωση, που γεννήθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, για να εγγυηθεί την ευμάρεια και την ειρήνη των κρατών μελών, είναι πλέον κατακερματισμένη, συνυφασμένη στην συνείδηση του κόσμου με την αποτυχία, την λιτότητα και τις μνημονιακές πολιτικές. Σύμφωνα με έρευνα του Ουγγρικού Political Capital Institute, «η εθνικιστική ρητορική των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη δεν αντιλαμβάνεται μόνο το μετανάστη και το ξένο σαν απειλή πλέον αλλά αποδίδει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία του λαού, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην ΕΕ. Η μετανάστευση αντιμετωπίζεται ως το μοναδικό ορατό σύμπτωμα του μοναδικού πραγματικού εχθρού, της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, το Κόμμα της Ελευθερίας στην Ολλανδία, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας στη Βρετανία, το Τζόμπικ στην Ουγγαρία, δεν αντιμετωπίζονται σαν περιθωριακά κόμματα όπως παλιότερα, αλλά πλέον αποκτούν όλο και περισσότερους υποστηρικτές και κατοχυρώνονται νομικά. Έτσι, οι τιμωρητικές ψήφοι που προσελκύει η ακροδεξιά σε πανευρωπαικό επίπεδο έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν το πρόσωπο του ευρωκοινοβουλίου και τον χαρακτήρα της ένωσης. Χαρακτηριστικό των ακροδεξιών όμως είναι ότι «είναι μάλλον απίθανο να διαμορφώσουν ένα συνεκτικό μπλοκ, αφού οι εθνικιστές από διαφορετικές χώρες τείνουν να καυγαδίζουν και όχι να συνεργάζονται».
Τα τελευταία 4 χρόνια, καταφέραμε να γίνουμε μία από τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά υποστήριξης της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την συγκατάθεση και την ανοχή όλων μας.
Αυτή τη στιγμή που γράφω ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών. Δύο πράγματα μπορούμε να πούμε για αυτές τις εκλογές. Η Χρυσή Αυγή πήρε 9.44% και τον Πειραιά τον πήρε ο Ολυμπιακός.