Διασκέδαση

Γεύση από «Αστακό»

Kοινοποίηση

Oι φωτογραφίες είναι από τη σελίδα της ταινίας στο Fcebook.

Όταν ο Κυνόδοντας άρχισε να παρουσιάζεται σε φεστιβάλ, να παίρνει βραβεία και να ακούγεται έξω από την Ελλάδα, με αποκορύφωμα την υποψηφιότητά του για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, ομολογώ ότι αισθάνθηκα μια εθνική περηφάνια. Από την άλλη, ήξερα ότι μάλλον δεν θα τον δω ποτέ. Η σχέση μου με το ελληνικό σινεμά είναι λίγο ιδιαίτερη, όπως είναι και το ίδιο άλλωστε. Διότι, το «αυτιστικό παίξιμο» των ηθοποιών και ο ατελείωτα αργός, πολύ αργός, σουρεαλισμός, προσωπικά με κουράζουν. Ωστόσο, εντυπωσίασε τους σινεφίλ όλου του κόσμου. Όταν λοιπόν ξεκίνησα να δουλεύω σε μια εταιρία στην Αγγλία και οι Άγγλοι, Σουηδοί, Δανοί συνάδελφοι, με ρωτούσαν ενθουσιασμό εάν το έχω δει, ενώ μου έλεγαν πόσο πολύ τους άρεσε, άρχισα να ντρέπομαι που η απάντηση η οποία έδινα ήταν αρνητική. Έτσι, κάποιους μήνες αργότερα, πίεσα τον εαυτό μου και κάθισα να τον δω. Τελικά, με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη.

Με αυτή τη «γεύση» από Λάνθιμο, πήγα στο σινεμά για να δω την καινούργια του ταινία, το «The Lobster» (Ο Αστακός). Κατά κάποιον τρόπο, του έδωσα την ευκαιρία που δεν έδωσα την προηγούμενη φορά με τον «Κυνόδοντα». Και δεν απογοητεύτηκα. Ο Λάνθιμος συνεχίζει να έχει την ιδιαιτερότητα που τον έκανε να ξεχωρίσει και ένα πολύ ωραίο σενάριο, που συνυπογράφει με τον Ευθύμη Φιλίππου.

Videos by VICE

Σε έναν κόσμο με πολλά κοινά με τον δικό μας, οι άνθρωποι που μένουν χωρίς σύντροφο, είτε επειδή το ταίρι τους πέθανε, είτε επειδή τους χώρισε, ή ακόμα επειδή δεν έχουν καταφέρει να βρουν κάποιο, μεταφέρονται σε ένα ξενοδοχείο στο οποίο πρέπει να παραμείνουν για 45 μέρες. Μέσα σε αυτό το διάστημα, πρέπει να βρουν ταίρι. Εάν αποτύχουν, μετατρέπονται σε κάποιο ζώο της επιλογής τους, κάτι που διαλέγουν οι ίδιοι κατά την άφιξή τους εκεί. Στο ξενοδοχείο υπάρχουν κανόνες. Φοράνε όλες οι γυναίκες τα ίδια ρούχα και οι άνδρες αντίστοιχα, δεν επιτρέπεται ο αυνανισμός -για να έχουν περισσότερη διάθεση οι άνδρες για να βρουν ταίρι γρήγορα- και, φυσικά, υπάρχουν τιμωρίες για όποιον παραβεί τους κανόνες. Το ζευγάρωμα δεν βασίζεται στον έρωτα, αλλά σε κοινά στοιχεία τα οποία ποικίλουν, από το κοινωνικό επίπεδο και τη μόρφωση έως κάποια σωματική δυσμορφία που μπορεί να σε κάνει συμβατό με τον άλλον. Υπάρχουν και οι «ανταρσίες» βέβαια, αυτοί που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με αυτή τη λογική και το «σκάνε» για να πάνε να μείνουν με τους «μοναχικούς» στο δάσος. Το κυνήγι των «μοναχικών» είναι επίσης μια καθημερινή δραστηριότητα για τους φιλοξενούμενους του ξενοδοχείου, οι οποίοι, για κάθε άτομο που καταφέρνουν να σκοτώσουν, κερδίζουν παραπάνω μέρες διαμονής.

Ο Ντέιβιντ (Colin Farrel) μένει μόνος του όταν η σύζυγός του τον αφήνει για κάποιον άλλον και μεταφέρεται στο ξενοδοχείο. Επιλέγει να μεταμορφωθεί σε αστακό εάν τα πράγματα δεν προχωρήσουν όπως τα σχεδιάζει και μπαίνει στο παιχνίδι. Αφού προσπαθεί άδοξα να ζευγαρώσει, το «σκάει» για το δάσος. Εκεί τον μαζεύει η Αρχηγός των Μοναχικών (Lea Seydoux) και αφού του εξηγεί πόσο πιο ελεύθερος αισθάνεσαι όταν είσαι μοναχικός, του ανακοινώνει τους δύο κανόνες που δεν μπορεί να παραβεί: Δεν μπορεί 1) να φλερτάρει και 2) να φιλήσει κάποιον άλλον μοναχικό, διότι και σε αυτήν την κοινότητα επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες στους παραβάτες. Σε αυτό το σημείο, είναι πλέον ξεκάθαρη η ειρωνεία της ιστορίας. Δύο ακραίες καταστάσεις που, τελικά, είναι απλά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ή συμβιβάζεσαι με αυτό που σου επιβάλλει η κοινωνία ή απέχεις ολοκληρωτικά. Η αγάπη και ο έρωτας δεν έχουν μεγάλη, έως καμία σημασία. Όταν όμως ο Ντέιβιντ και η Rachel Weisz ερωτεύονται, αρχίζουν τα προβλήματα – όπως σε όλες τις σχέσεις άλλωστε.

Η ταινία χωρίζεται σε τρία κομμάτια: Το ξενοδοχείο, που απεικονίζει τη δυτική κοινωνία και ό,τι θεωρεί ο πολιτισμός μας ως «σωστό και κοινωνικά αποδεκτό». Το δάσος, δηλαδή το περιθώριο για όλους αυτούς που αισθάνονται ότι δεν μπορούν να προσαρμοστούν στους κανόνες που τους επιβάλλονται, αλλά με τη σειρά τους φτιάχνουν τους δικούς τους επειδή πρέπει και αυτοί να ανήκουν κάπου. Τον έρωτα, που είναι το απρόβλεπτο, που δεν μπορείς και δεν θες να του βάλεις κανόνες, που θέλεις απλά να το ζήσεις χωρίς «πρέπει».

Η αισθητική της ταινίας δεν ξεφεύγει από την οικεία αισθητική του Λάνθιμου. Το υψηλό budget είναι εμφανές και κάνει την ταινία ισάξια ευρωπαϊκών και αμερικανικών παραγωγών, χωρίς περιττά «φρου-φρου και αρώματα». Η Ιρλανδία, το ξενοδοχείο και το δάσος, δίνουν μια μουντάδα που είναι ακριβώς το περιβάλλον που αρμόζει στο σενάριο και στο γενικό συναίσθημα της ταινίας, χωρίς όμως να σε βαραίνει, μιας και το «μαύρο» χιούμορ της ταινίας φροντίζει να σε βγάζει από αυτή τη διάθεση τη σωστή στιγμή. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική, που είναι το αμιγώς ελληνικό κομμάτι της ταινίας.

Το δεύτερο μέρος, θεωρητικά, είναι πιο αργό επειδή εστιάζει περισσότερο στη σχέση των ηρώων. Προσωπικά, δεν με κούρασε λεπτό η ταινία και είναι σίγουρα από τις καλύτερες που έχω δει φέτος, μέχρι στιγμής. Ίσως, επειδή συμφωνώ αρκετά με τον κυνισμό των σεναριογράφων και την αντίληψή τους για την κοινωνία και τις σύγχρονες σχέσεις και φυσικά την ειρωνεία και το «μαύρο» χιούμορ που διακρίνει όλη την ταινία. Αυτό που δεν μου άρεσε είναι αυτό το αφύσικο παίξιμο των ηθοποιών που μεταφέρθηκε και εδώ. Ήταν λίγο αστείο να βλέπω αυτήν την τεχνική σε ηθοποιούς του μεγέθους του Farrell και της Weiz. Μια τεχνική που πάντα μου δημιουργούσε την αίσθηση ότι βλέπω ατάλαντους, άψυχους ηθοποιούς, να προσπαθούν να κάνουν τέχνη – το βρίσκω αντιαισθητικό.

Το φινάλε της ταινίας και το τραγούδι των τίτλων («Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη»), τραγουδισμένο από την Sophia Loren στην ταινία «Το Παιδί και το Δελφίνι», με άφησαν απλά να κάθομαι στη θέση μου με ένα μειδίαμα στα χείλη και με τη σκέψη του πόσο αλληγορικά υπέροχο ήταν αυτό που μόλις είχα δει. Εύχομαι στον Γιώργο Λάνθιμο να συνεχίσει να κάνει αυτό που γουστάρει και να δημιουργεί ταινίες που δίνουν τροφή για σκέψη.

Περισσότερα από το VICE

«Δεν Ξέρω να Ζωγραφίζω, Αλλά Μπορώ να Κάνω Σεξ»

Είναι Αυτός ο Καλύτερος Τρόπος για να Θεραπευτεί η Σχιζοφρένεια;

Παιχνίδια Κατασκοπείας, Αλκοόλ και Γκάφες στη Βρετανία της Δεκαετίας του ’50

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.