Δικαιώματα

Πώς Είναι να Μεταφέρεις Κρατούμενους κατ’ Επάγγελμα;

Kοινοποίηση

Επί επτά χρόνια η δουλειά μου ήταν να μεταφέρω κρατούμενους. Σε μια συνηθισμένη μέρα στη δουλειά, πήγαινα σε διάφορα αστυνομικά τμήματα και φυλακές για να παραλάβω κρατούμενους και να τους πάω στο δικαστήριο. Αφού τους παραλάμβανα, τους έψαχνα, τους περνούσα αλυσίδα στις χειροπέδες για να τους μεταφέρω μαζί –όταν ήταν περισσότεροι κρατούμενοι– και τους έβαζα στην κλούβα. Κατά μέσο όρο, μετέφερα περίπου 40 με 60 κρατούμενους τη μέρα.

Έκανα και κάποιες μεταφορές «υψηλού προφίλ», όπως τον (κατά συρροή βιαστή και δολοφόνο) Paul Bernardo, αφότου καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Τον μετέφερα από τη φυλακή στο δικαστήριο την ημέρα της ετυμηγορίας. Ήταν, μάλιστα, καλός χειριστής του λόγου, έξυπνο άτομο και ασκούσε έντονη γοητεία. Και θα είμαι ειλικρινής, μπορώ να καταλάβω γιατί μια γυναίκα ένιωθε άνετα μαζί του. Έδειχνε αξιοσέβαστο άτομο με προσωπικότητα – δεν έμοιαζε με βιαστή και δολοφόνο. Ήταν ο τύπος της διπλανής πόρτας. Μέχρι εκείνη τη μέρα νόμιζε ότι θα αθωωνόταν. Δεν θυμάμαι τι είχε πει αυτολεξεί, αλλά πάνω-κάτω ήταν κάτι του τύπου «σήμερα είναι η μέρα που θα πάω σπίτι μου». Και θυμάμαι να κοιταζόμαστε με τον συνάδελφό μου σε στιλ «ναι, ναι, σίγουρα».

Videos by VICE

Τον βάλαμε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου για να τον ελέγχουμε κι εκείνος μας κοιτούσε μέσα από το τζάμι και μας έπιανε κουβεντούλα. Μας έλεγε «πώς πάει;» και μιλούσε για τον καιρό.

Άλλοι πολυσυζητημένοι κρατούμενοι που είχα μεταφέρει ήταν οι κατηγορούμενοι της υπόθεσης «Just Desserts». Οι κατηγορούμενοι πήγαν στη δίκη – μια μακρόσυρτη, ατέλειωτη δίκη. Ήταν βίαιοι και οι άνθρωποι του επαγγέλματός μας είχαν μεγάλες δυσκολίες μαζί τους. Δεν συνεργάζονταν. Ακόμα και στα κελιά τους μας ζόριζαν. Ήταν συνεχώς ο ένας στο πλευρό του άλλου για να αλληλοπροστατεύονται και νόμιζαν ότι μπορούσαν να κινούν τα νήματα και να κάνουν ό,τι θέλουν.

Πιο πρόσφατα, είχα υπό την εποπτεία μου τους κρατούμενους που συνελήφθησαν κατά την επιχείρηση «Project Pathfinder». Ήταν υπερπαραγωγή. Είχαν στείλει πολλές απειλές ταχυδρομικώς στους μάρτυρες, τους δικαστές, σε εστεμμένους και στην αστυνομία και τους έλεγαν ότι θα τους σκοτώσουν.

Όλοι οι κρατούμενοι κατηγοριοποιούνται με βάση τον τύπο τους. Υπάρχει αυτό που λέμε «γενικός πληθυσμός κρατουμένων», όπου οι κατηγορίες είναι συνήθως εμπορία, απλές επιθέσεις και απάτη. Αυτοί είναι οι «φυσιολογικοί κρατούμενοι» κατά κάποιον τρόπο. Έχουν περισσότερες ελευθερίες στη φυλακή. Μετά έχουμε τους «ξέχωρους» και τους «απομονωμένους», που δεν μπορούν να βρεθούν στον ίδιο χώρο ή να μεταφερθούν με το ίδιο όχημα που χρησιμοποιείται για τον «γενικό πληθυσμό». Δικαιούνται λιγότερο χρόνο στο προαύλιο και έχουν λιγότερα προνόμια από τον «γενικό πληθυσμό». Αυτοί είναι οι άνθρωποι με κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση ή σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση ανηλίκου. Ο Bernardo, λοιπόν, ήταν από τους «απομονωμένους». Στον κόσμο της φυλακής αυτό είναι πολύ κακό –μπορεί να σε σκοτώσουν–, γι’ αυτό παίρνουμε όλα αυτά τα μέτρα και δεν τους μεταφέρουμε με κάποιον άλλο, ενώ στο δικαστήριο τους βάζουμε σε ξεχωριστά κελιά.

Όμως αν είσαι μέσα για φόνο, μπορεί να καταταχθείς στον «γενικό πληθυσμό», εκτός κι αν έχεις κατηγορηθεί για φόνο παιδιού. Οποιοδήποτε έγκλημα εναντίων παιδιών έχει πολύ άσχημη αντιμετώπιση στον κόσμο της φυλακής, όμως αν βγει κάποιος και σκοτώσει εφτά τύπους δεν δίνουν δεκάρα. Είναι περίεργο, όμως αυτή είναι η νοοτροπία που επικρατεί.

Λίγοι κρατούμενοι έχουν επιχειρήσει να δραπετεύσουν υπό την επίβλεψή μου. Ένας τύπος είχε καταφέρει να βγάλει τις χειροπέδες και κρεμάστηκε κάτω από την κλούβα για να κρυφτεί. Όταν λοιπόν η κλούβα άρχισε να μετακινείται από την περιοχή ασφαλείας, εκείνος αφέθηκε, έπεσε στο έδαφος και άρχισε να τρέχει. Όμως τον έπιασαν μέσα σε 15 λεπτά. Ήταν κι ένας άλλος τύπος που πήδηξε από την εξέδρα των κρατουμένων του δικαστηρίου και προσπάθησε να το σκάσει, όμως τον πρόλαβα στην άλλη άκρη της δικαστικής αίθουσας. Μια άλλη φορά, στο Παλιό Δημαρχείο του Τορόντο, όταν αυτό μετατράπηκε σε δικαστήριο, ένας συνάδελφός μου έφερνε έναν κρατούμενο από την πίσω μεριά, ο οποίος με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε το έβαλε στα πόδια και άρχισε να τρέχει στην Bay Street. Τον έπιασαν 20 λεπτά μετά, την ώρα που προσπαθούσε να μπει σε ένα ταξί ενώ φορούσε ακόμα τις χειροπέδες. Κάτι παρόμοιο συνέβη πάλι στο Παλιό Δημαρχείο πριν από ένα χρόνο περίπου. Υπήρχε ένα παράθυρο πίσω από την εξέδρα των κρατουμένων και πάντα θέλαμε να του βάλουμε κάγκελα, όμως το υπουργείο δεν το έκανε ποτέ. Ο τύπος, λοιπόν, έσπασε το τζάμι με τον αγκώνα του, πήδηξε απ’ τον δεύτερο όροφο και έτρεξε στην Queen Street. Τον έπιασαν καθώς προσπαθούσε να μπει στο τραμ.

Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η αδρεναλίνη φτάνει στα ύψη. Όμως όταν τελειώσει, γελάμε και πειράζουμε αυτόν που μετέφερε τον κρατούμενο. Αλλά έχουν υπάρξει μάχες. Οι κρατούμενοι μας επιτίθενται. Πάντα γίνεται κάποιος καβγάς μέσα στη μέρα, είναι μέρος της δουλειάς. Όμως το να προσπαθήσει κάποιος να δραπετεύσει γίνεται περίπου μία φορά τον μήνα.

Όλοι οι κρατούμενοι θέλουν να ανήκουν στον «γενικό πληθυσμό». Κανείς δεν θέλει να διαχωριστεί. Στο σύστημα της φυλακής, όσοι διαχωρίζονται –ή αυτοί που εμείς αποκαλούμε «ξέχωρους» και «απομονωμένους»– θεωρούνται… μη μάγκες. Δεν ξέρω καν ποια λέξη χρησιμοποιούν γι’ αυτούς. Τους δίνεται η επιλογή να γίνουν μέρος του «γενικού πληθυσμού», όμως οι περισσότεροι δεν το θέλουν γιατί ξέρουν τι θα τους συμβεί. Ο Bernardo δεν υπήρχε καμία περίπτωση να υπογράψει έγγραφο παραίτησης που να λέει ότι θέλει να πάει με τον «γενικό πληθυσμό», γιατί ήξερε ότι θα τον σκότωναν. Όμως αν ήθελε, μπορούσε να πάει. Συνήθως, βέβαια, αυτοί οι άνθρωποι δεν το κάνουν – είναι πολύ σπάνιο. Οι περισσότεροι από αυτούς μπαινοβγαίνουν στις φυλακές και ξέρουν τι να περιμένουν όταν είναι μέσα.

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece

Όταν ο Bernardo πρωτομπήκε σε σωφρονιστικό ίδρυμα, ουσιαστικά ήταν κλειδωμένος 23 ώρες τη μέρα. Έβγαινε από το κελί του μόνο για μία ώρα, για να κάνει γυμναστική, μπάνιο και ό,τι άλλο ήταν να κάνει. Είχαν ληφθεί μέτρα υψίστης ασφαλείας κι έτσι όταν έβγαινε από το κελί του, όλη η φυλακή ήταν κλειδωμένη.

Πολλοί από τους «ξέχωρους» και τους «απομονωμένους» υποφέρουν από ψυχικές διαταραχές. Δεν τους μιλούσα ούτε τους έβλεπα τόσο συχνά όσο τον «γενικό πληθυσμό» – και μπαινόβγαιναν τόσο συχνά στη φυλακή που αυτή είχε γίνει ο κόσμος τους και η ζωή τους. Ήξεραν τι να περιμένουν, δεν τους ενοχλούσε καν.

Με μερικούς από τους φυλακισμένους μιλούσαμε με τα μικρά μας ονόματα. Τους έβλεπα σχεδόν όσο συχνά έβλεπα και τη γυναίκα μου. Απλή κουβεντούλα κάναμε – άνθρωποι είναι κι αυτοί. Μέσα στα χρόνια άρχισα να τους συμπεριφέρομαι με σεβασμό, αν και στην αρχή ίσως να μην έδειχνα υπομονή μαζί τους. Όμως τους έδειχνα σεβασμό. Όταν πρωτοξεκίνησα, δεν ήξερα τι να περιμένω από αυτήν τη δουλειά, αλλά δεν φοβήθηκα ποτέ. Εφόσον έχεις εκπαιδευθεί, διαθέτεις τον κατάλληλο εξοπλισμό και γνωρίζεις ότι υπάρχουν πάντα ενισχύσεις, δεν ανησυχείς.

Είχα αναλάβει να φροντίζω αυτούς τους κρατούμενους. Τους είχα υπό κράτηση. Αν τους συνέβαινε το οτιδήποτε, η ευθύνη ήταν δική μου. Όταν χρειάζονται βοήθεια επειδή δεν αισθάνονται καλά, δεν μπορείς να τους αρνηθείς το δικαίωμα να πάνε στο νοσοκομείο ή να τους πεις να μην ανησυχούν για έναν πονοκέφαλο. Πρέπει να τους συμπεριφέρεσαι όπως θέλεις να σου συμπεριφέρονται. Όμως κάποιοι άνθρωποι έχουν ακόμα αυτήν τη νοοτροπία του τύπου «ποιος τους χέζει» επειδή είναι στη φυλακή. Σκότωσαν κάποιον, ναι. Αλλά δεν παύουν να είναι υπό τη φροντίδα και τον έλεγχό σου. Αν τους σέβεσαι, έχεις λιγότερα προβλήματα και λιγότερους καβγάδες.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US και είναι ανώνυμη διήγηση στην Allanna Rizza.

Περισσότερα από το VICE

In Photos: Η Μέρα που η Αθήνα Έγινε Τόκιο

Εικόνες από την Πραγματική Εκδοχή της «Παραλίας»

Ο Ξεχασμένος Έλληνας «Μοχάμεντ Άλι» που Ανάγκασε τον Χίτλερ να Εγκαταλείψει το Στάδιο

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.